- φτερό
- Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο, βυθίζεται στο θυλάκιο και συγκρατεί στο άκρο τη θρεπτική θηλή. Το εξωτερικό τμήμα ονομάζεται ράχη ή στέλεχος, συγκρατεί το γένειο και το εσωτερικό τμήμα του υποδιαιρείται σε πολλά χωρίσματα. Το γένειο αποτελείται από πολυάριθμα παράλληλα ελάσματα, που συνδέονται με το στέλεχος και ονομάζονται μύστακες, από τους οποίους ξεκινούν μικροί κλάδοι, τα μυστάκια, εφοδιασμένοι με άγκιστρα που συνδέονται μεταξύ τους.
Ανάλογα με τις λειτουργίες τους τα φ. διακρίνονται σε κωπαία, που βρίσκονται στα πλευρά των πτερύγων, σε ουραία, στη ζώνη της ουράς, και σε καλυπτήρια. Τα τελευταία, μικρότερα και λιγότερο σκληρά από τα προηγούμενα, αποτελούν την εξωτερική όψη του πουλιού. Κάτω από τα φ. βρίσκονται τα πούπουλα, τα οποία έχουν ελεύθερους μύστακες, είναι πολύ απαλά και παρεμποδίζουν τον διασκορπισμό της θερμότητας του ζώου.
* * *το / πτερόν, ΝΜΑ1. καθένας από τους κερατινοποιημένους επιδερμικούς σχηματισμούς-στελέχη με τριχοειδείς αποφύσεις, που καλύπτουν το σώμα τών πουλιών και είναι εξειδικευμένοι για θερμική μόνωση, πτήση, αισθητήρια υποδοχή, επίδειξη κ.ά. λειτουργίες (α. «παγώνι με χρυσά φτερά και μ' ασημένια πόδια», μοιρολόγιβ. «ἀντὶ τριχῶν πτερά φύειν», Πλάτ.)2. συνεκδ. πτέρυγα, φτερούγα (α. «τα φτερά τής νυχτερίδας» β. «τα φτερά τού αεροπλάνου» γ. «τα φτερά τών εντόμων» δ. «τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι...», Ηρόδ.)3. (κατ' επέκτ.) το πλατύ μέρος τού κουπιού («ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται», Ομ. Οδ.)4. εξάρτημα προσαρμοσμένο στο υνί τού αρότρου για την αναστροφή τού χώματος, αναστρεπτήρας (α. «φτερό τού αλετριού» β. «ὁλκαίῳ πτερῷ», Λυκόφρ.)νεοελλ.1. εξωτερική κιονοστοιχία κατά μήκος τών μακρών πλευρών αρχαίου ναού2. πτερύγιο υδραυλικού τροχού ή άλλης συσκευής (α. «φτερά νερόμυλου» β. «φτερά ανεμόμυλου» γ. «φτερά τουρμπίνας»)3. καθένα από τα ημικυλινδρικά ελάσματα που επιστεγάζουν τα άνω ημίσεα τών τροχών αυτοκινήτου, μοτοσυκλέτας, ποδηλάτου ή άλλου οχήματος4. καθένας από τους πεπλατυσμένους βραχίονες έλικα5. ξεσκονιστήρι από φτερά6. βεντάλια από φτερά7. μτφ. καθετί που συντελεί σε γοργή κίνηση ή σε πνευματική και ηθική εξύψωση (α. «τα φτερά τής φαντασίας» β. «τα φτερά τής ποίησης»)8. φρ. α) «στο φτερό»i) κατά την πτήση, στον αέραii) γρήγορα, στα πεταχτάβ) «κάνω φτερά»μτφ. εξαφανίζομαιγ) «τού κόπηκαν τα φτερά» — έχασε το θάρρος του ή τους υποστηρικτές τουδ) «μαζεύω τα φτερά μου» — χάνω την ορμητικότητα ή την έπαρση μουε) «τό 'καναν φύλλο [και] φτερό» — τό κατέστρεψαν εντελώς, τό διέλυσαναρχ.1. καθετί που έχει φτερά2. οιωνός, πτηνό που παρέχει προφητικό σημείο («πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερόν», Σοφ.)3. το φύλλωμα τών δένδρων4. σκιάδιο, παρασόλι5. φτερωτό βέλος («τῷδ' ἄν εὐστόχῳ πτερῷ ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν Διὸς κόρης», Ευρ.)6. πλευρική πτέρυγα αιγυπτιακού οικοδομήματος, ιδίως ναού («τοῦ δὲ προνάου παρ' ἑκάτερον πρόκειται τὰ λεγόμενα πτερά», Στράβ.)7. είδος γείσου ή έπαλξης8. σιδερόφρακτη ή σιδηροπαγής κινητή γέφυρα, που βρισκόταν μπροστά από την πύλη πόλεως9. κάνθαρος, σκαραβαίος («ὦ Πηγάσειον, φησί, γενναῖον πτερόν», Αριστοφ.)10. φρ. α) «πτεροῦ σῦριγξ» — το κεράτινο στέλεχος φτερού (Ιπποκρ.)β) «πτερὸν ἱέρακος» — γραφίδα κατασκευασμένη από φτερό γερακιού, την οποία έφεραν οι ιερογραμματείς στην Αίγυπτο (Διόδ.)γ) «ἀέθλων πτερά»μτφ. το βραβείο, το στεφάνι τής νίκης, το οποίο υψώνει τον ποιητή μέχρι τον ουρανό (Πίνδ.)δ) «τοῦ πώγωνος τὰ πτερά» — τα άκρα τού παγωνιούε) «πτερὰ Θεσσαλικά» — η κάτω παρυφή χλαμύδας (Πολυδ.)11. παροιμ. φρ. α) «πόνου δ' ἴδοις ἄν οὐδαμοῡ ταὐτὸν πτερόν» — δηλώνει ότι υπάρχουν πολλές μορφές δυστυχίας (Αισχύλ)β) «κείρευ πτερά» — λεγόταν παραινετικά σε κάποιον για να πάψει να νομίζει ότι κάτι είναι κατορθωτό (Καλλ.)γ) «ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι» — περηφανεύομαι, κομπάζω για ξένα πράγματα (Λουκιαν.)δ) «τοῖς ἐμαυτοῦ πτεροῖς ἁλίσκομαι» — συλλαμβάνομαι τοξευόμενος με βέλη που έχουν δικά μου φτερά (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φτερό / πτερόν ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pet- / petā «πετώ, πέφτω» (βλ. λ. πέτομαι) και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής μονοσύλλαβης μορφής τής ρίζας και επίθημα -ε-ρον (πρβλ. βλέφ-α-ρον, πενθ-ε-ρός). Η λ. πτερόν συνδέεται με τα: αρμ. ťer «πλευρά», ťir «πτήση» (από την ίδια μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας), αρχ. ινδ. patra- «φτερό, πούπουλο», λατ. (acci)-piter «γεράκι», αρχ. άνω γερμ. fedara «πούπουλο, φτερό», γερμ. Feder «πούπουλο», αγγλ. feather «φτερό» (από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας), καθώς και με τ. που εμφανίζουν επίθημα *-n-, πρβλ. λατ. penna «φτερό» (< *pet-na), αρχ. ινδ. patan-g-a «πετώντας» (γνωστή είναι η εναλλαγή r / n στο επίθημα, πρβλ. ὕπνος* / ὗπαρ*). Ο νεοελλ. τ. φτερό έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- στο διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πταίω: φταίω).ΠΑΡ. πτερίδιος, πτέρινος, πτέρις, πτερόεις, πτέρυγα / (-υξ), πτερώ / (-ώνω) / φτερώνω, πτέρωμα / φτέρωμα, πτερωτός / φτερωτόςαρχ.πτέριον, πτερίσκος, πτερότης, πτέρωννεοελλ.φτεράω, φτεριάζω, φτερίζω, φτερούγα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πτεροειδής, πτεροποίκιλος, πτερόπους, πτερορρυώ, πτεροφόροςαρχ.πτεροβάμων, πτεροδόνητος, πτεροδρομία, πτεροείμων, πτεροφυής, πτερόφυτος, πτερώνυμοςαρχ.-μσν.πτεροβόλος, πτεροποιώμσν.πτερόϊππος, πτερόπλοκος, πτεροφύτευτοςμσν.- νεοελλ.πτερόρροιανεοελλ.πτερανόδους, πτερασπίς, πτεροβράγχια, πτεροδάκτυλος, πτερόκαρπος, πτεροκαρύα, πτερόλεπις, πτερόμυς, πτερόποδα, πτεροπώλης, πτεροσχιδής, πτερότιλση, φτεροδέρνομαι, φτεροθορυβώ, φτεροκοπώ, φτερολογιέμαι, φτερομαδώ, φτεροπετώ, φτεροπηδώ, φτεροπόδαρος, φτεροσπαθάτος, φτεροφόρος, φτεροχτυπώ(Β' συνθετικό) άπτερος / -φτερος, βραχύπτερος, δίπτερος, λευκόπτερος, μακρόπτερος, μελανόπτερος, μονόπτερος, ολόπτερος, περίπτερος, πυκνόπτερος, ταχύπτερος, τετράπτερος, χρυσόπτεροςαρχ.αρβυλόπτερος, αυτόπτερος, βαθύπτερος, δερματόπτερος, δερμόπτερος, ερασίπτερος, εύπτερος, ισόπτερος, κακόπτερος, κατάπτερος, κολεόπτερος, κουφόπτερος, κυανόπτερος, κυκνόπτερος, λαχανόπτερος, λινόπτερος, μαρμαρόπτερος, μελεσίπτερος, ξενοποικιλόπτερος, ξουθόπτερος, ολιγόπτερος, ομοιόπτερος, ομόπτερος, οξύπτερος, ορθόπτερος, περκνόπτερος, ποικιλόπτερος, πολύπτερος, σαρκόπτερος, σιδηρόπτερος, σχιζόπτερος, τανύπτερος, τανυσίπτερος, τρίπτερος, υμενόπτερος, υπόπτερος, φερέπτερος, φοινικόπτερος, χαλκόπτερος, ψευδοδίπτερος, ψευδοπερίπτερος, ωκύπτεροςνεοελλ.ανεμόπτερος, γοργόπτερος, δασύπτερος, κουτσόφτερος, μαυρόφτερος, πλατύφτερος].
Dictionary of Greek. 2013.